громить - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

громить - translation to πορτογαλικά


громить      
destruir , saquear , pilhar ; devastar , esmagar , (уничтожать) aniquilar ; (критиковать) fulminar ; criticar com violência ; desmascarar ; esculhambar (Bras.) (fam)
громила      
arrombador (m), destruidor (m) ; (грабитель) saqueador (m), (погромщик) participante de pogróms ; arruaceiro (m) (Bras.)
escrunchante m      
браз разг громила, взломщик

Ορισμός

громить
ГРОМ'ИТЬ, громлю, громишь, ·несовер.разгромить
), кого-что.
1. Разбивать, разорять, разрушать. Громить лавки.
| Избивать и грабить кого-нибудь. При всяких волнениях, забастовках черносотенцы начинали громить евреев.
2. перен. Выступать с резкими нападками против кого-нибудь, обличать. Оратор громил либералов.
3. Разбивать на голову (неприятельские войска).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για громить
1. Бастовать и громить, конечно, легче, чем учиться.
2. Давайте вместе громить террористов на территории Чечни.
3. "Динамо" принялось "Канн" громить - подачей, атакой, блоком.
4. Объединяться и громить автоматы, уподобляясь средневековым луддитам?
5. Протестующие принялись громить машины и магазины.